επίσπευση

επίσπευση
η
επιτάχυνση, ανάπτυξη ταχύτητας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επίσπευση — η (Μ ἐπίσπευσις) [επισπεύδω] επιτάχυνση, η ενέργεια ώστε κάτι να γίνει σύντομα …   Dictionary of Greek

  • ἐπισπεύσῃ — ἐπισπάω draw pres part act fem dat sg (epic ionic) ἐπισπεύδω urge on aor subj mid 2nd sg ἐπισπεύδω urge on aor subj act 3rd sg ἐπισπεύδω urge on fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισπεύδω — (AM ἐπισπεύδω) [σπεύδω] ενεργώ ώστε να γίνει κάτι σε συντομότερο χρόνο («επισπεύδει την αναχώρηση», «επισπεύδει την ψήφιση τού νόμου», «ἐπισπεύδων τὸ δρᾶν», Σοφ.) αρχ. 1. παροτρύνω, προτρέπω («οὐκ ἀποτρέπειν, ἀλλ’ ἐπισπεύδειν τὴν στρατείαν»,… …   Dictionary of Greek

  • επιτάχυνση — O χρονικός ρυθμός μεταβολής της ταχύτητας σε ένα κινούμενο αντικείμενο. Ας θεωρήσουμε, για παράδειγμα, ένα αυτοκίνητο, το οποίο, ξεκινώντας από στάση, αποκτά σε δέκα δευτερόλεπτα ταχύτητα 10 μ./δευτ. Αν σε αυτά τα δέκα δευτερόλεπτα είχε σταθερή ε …   Dictionary of Greek

  • νυν — (ΑΜ νῡν, Α και ως εγκλιτ. μόριο νυν, νυ) (χρον. επίρρ.) 1. τώρα, κατά τον παρόντα χρόνο, αυτή τη στιγμή ή αυτή την εποχή («πάλαι καὶ νῡν πανταχοῡ...μνημονευομένας», Ισοκρ.) 2. (ενάρθρως ως επίθ.) ο, η, το νυν ο παρών, ο σημερινός, ο τωρινός (α.… …   Dictionary of Greek

  • στρωμάτωση — η, Ν 1. η τοποθέτηση ή η απόθεση σε στρώματα ή η διαίρεση, ο διαχωρισμός σε στρώματα 2. (γεωπ.) η διάταξη σπερμάτων ή μοσχευμάτων σε στρώσεις που διαχωρίζονται με χώμα ή άμμο, με σκοπό την επίσπευση ή τη διατήρηση για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Κρέσνα — Χωριό της Βουλγαρίας στην ανατολική όχθη του Στρυμόνα ποταμού. Από στρατιωτική άποψη, η Κ. αποτελεί ισχυρό αμυντικό σημείο γιατί ελέγχει την ομώνυμη διάβαση, τη γνωστή ως στενά της Κ. Μέχρι τον Οκτώβριο του 1912 η διάβαση αυτή κατεχόταν από τους… …   Dictionary of Greek

  • Λιτζάς και Αγράφων, Επισκοπή — Επισκοπή στα χρόνια της τουρκοκρατίας. Υπαγόταν στη μητρόπολη Λαρίσης και περιλάμβανε την περιοχή των Αγράφων και το βορειοανατολικό τμήμα της Φθιώτιδας. Με την επωνυμία Λιτσά ή Λιτζά συναντάται τον 9o αι. Με ολοκληρωμένη την επωνυμία της ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”